- συμφέροντες
- συμφέρωbring togetherpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμφέρω — ΝΜΑ [φέρω] 1. είμαι σύμφορος, χρήσιμος, επωφελής (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι τής συνθήκης» β. «τοῡτο συμφέρει τῷ βίῳ», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συμφέρει είναι χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῑν… … Dictionary of Greek
παραγωγικός — ή, ό [παραγωγή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγωγή 2. κατάλληλος, πρόσφορος για παραγωγή, αποδοτικός (α. «παραγωγική επιχείρηση» β. «παραγωγική εργασία») 3. φρ. α) «παραγωγικές δυνάμεις» (οικον.) οι δυνάμεις που αποτελούν διαρκή… … Dictionary of Greek
πυρηνικός — ή, ό, Ν [πυρήνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα τού ατόμου 2. φρ. α) «πυρηνικά καύσιμα» (πυρην.) υλικά καταλλήλως διαμορφωμένα, με τα οποία τροφοδοτούνται οι πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και τών… … Dictionary of Greek